γλαυκόφωτος

γλαυκόφωτος
γλαυκόφωτος, -ον (Μ)
(για τη σελήνη) που εκπέμπει γλαυκό φως.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δαδουχώ — (AM δᾳδουχῶ, έω) [δαδούχος] 1. κρατώ δάδα ή πυρσό σε πομπή 2. φωτίζω, καθοδηγώ με τα πνευματικά μου χαρίσματα, τις διδασκαλίες μου μσν. 1. φωτίζω («δᾳδουχεῑν ἀπήρξατο τὴν νύκτα σελήνης ή γλαυκόφωτος... σφαῑρα»). 2. διατηρώ αναμμένο αρχ. 1. έχω το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”